Το σκοινί γλίστρησε από τα χέρια της κοπέλας. Η φαντασίωση της απομακρύνθηκε. Έψαχνε να βρει τις λίμνες και τα βάθη όπου κοιμούνται τα μεγαλύτερα ψάρια κι εκεί κάτι έσπασε. Και έγινε μια έκρηξη. Υπήρχαν αφροί και σύγχυση. Η φαντασία της συγκρούστηκε με κάτι σκληρό. Η κοπέλα ξύπνησε από το όνειρό της. Βρισκόταν πράγματι σε μια κατάσταση έντονης και οδυνηρής αγωνίας. Και για να μιλήσουμε χωρίς περιστροφές, είχε σκεφτεί κάτι σχετικό με το σώμα, κάτι για τον πόθο που ήταν ανάρμοστο για να εκφραστεί από μια γυναίκα. Οι άντρες, την προειδοποιούσε η λογική της, θα την αποδοκίμαζαν. Η συνειδητοποίηση του πως θα χαρακτήριζαν οι άντρες μια γυναίκα που λέει την αλήθεια για τα πάθη της, την έβγαλε από την αφηρημένη κατάσταση του δημιουργού. Δεν μπορούσε πια να γράψει. Η έκσταση τελείωσε. Η φαντασία της δεν λειτουργούσε πια. Αυτή πιστεύω πως είναι μια πάρα πολύ συνηθισμένη εμπειρία για τις γυναίκες συγγραφείς. Εμποδίζονται από τον ακραίο συντηρητισμό του άλλου φύλου. Διότι αν και οι άντρες λογικά επιτρέπουν στους εαυτούς τους μεγάλη ελευθερία σ’ αυτά τα θέματα, αμφιβάλλω αν κατανοούν ή αν μπορούν να ελέγξουν την υπερβολική σκληρότητα με την οποία καταδικάζουν τέτοιου είδους ελευθερία στις γυναίκες.
Έτσι λοιπόν εμείς —οι άνθρωποι— επιμένουμε πως το σώμα πρέπει να κρατιέται στη ζωή έστω και από μια κλωστή. Αφαιρούμε τα αυτιά και τα μάτια και την κρατούμε εκεί, με ένα μπουκάλι φάρμακο, μια κούπα τσάι, μια τρεμάμενη φωτιά που σιγοσβήνει σαν μια κουρούνα στην πόρτα του στάβλου. Μια κουρούνα που επιμένει να ζει παρ’ ότι πληγωμένη.
Αγαπημένε
Έχω τη βεβαιότητα πως παραφρονώ ξανά. Νιώθω ότι δεν μπορούμε να υπομείνουμε κι άλλες από αυτές τις δεινές ώρες. Και δεν θα γιατρευτώ αυτή τη φορά. Αρχίζω να ακούω φωνές, και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Έτσι, κάνω αυτό που μου φαίνεται πως είναι το καλύτερο. Μού ‘δωσες τη μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία. Ήσουν με κάθε τρόπο όλα αυτά που θα μπορούσε να είναι κανείς. Δεν πίστευα ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι, μέχρι που ήρθε αυτή η φριχτή αρρώστια. Δεν μπορώ να την παλέψω κι άλλο. Ξέρω ότι καταστρέφω τη ζωή σου, πως χωρίς εμένα θα μπορούσες να εργασθείς. Και θα το κάνεις, το ξέρω. Βλέπεις ούτε κι αυτό το γράμμα δεν μπορώ να γράψω σωστά. Δεν μπορώ να διαβάσω. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι σου οφείλω όλη την ευτυχία της ζωής μου. Υπήρξες άκρως υπομονετικός μαζί μου και απίστευτα καλός. Θέλω να το δηλώσω αυτό – όλοι το ξέρουν. Αν κάποιος μπορούσε να με σώσει, θα ήσουν εσύ. Έχω χάσει τα πάντα εκτός από τη σιγουριά της καλοσύνης σου. Δεν μπορώ να συνεχίσω να σου καταστρέφω κι άλλο τη ζωή.
Δεν πιστεύω ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι από όσο υπήρξαμε εμείς.
Β.
μτφ: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου
Virginia Woolf (1882-1941)
Στις 28 Mαρτίου, ρίχτηκε στον ποταμό Ουζ, στο Ρόντμελ
του Σάσσεξ, έχοντας γεμίσει τις τσέπες της με πέτρες.
Η Βιρτζίνια Γουλφ, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι δεν έζησε μία, αλλά πολλές ζωές, δοκιμάζοντας τα πάντα: τη μοναξιά, την κοσμικότητα, τους πολιτικούς αγώνες, την τρέλα, την ανεξαρτησία, τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, το γάμο. Έζησε συναρπαστικά, τόλμησε όσο λίγες γυναίκες της εποχής της, και αποφάσισε η ίδια τη στιγμή που αυτή η ζωή έπρεπε να τελειώσει.
Οι φίλοι της εξυμνούσαν την ομορφιά της, τη μοναδικότητά της, τη γοητεία της. Στα έργα της δεν στέκεται στην «στέρεα ουσία» του κόσμου, αλλά προσπαθεί επίμονα να δει κάτω από την επιφάνεια, να αποκαλύψει το σχέδιο πίσω από το βαμβάκι, όπως έλεγε η ίδια· και αυτό είναι το πραγματικό της επίτευγμα, ότι κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει τη διάχυτη πραγματικότητα που περιβάλλει τους ανθρώπους.
Στο λογοτεχνικό έργο της Βιρτζίνια Γουλφ αποτυπώνονται το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης – η μοναξιά και η απομόνωση μέσα στο πλήθος – , αλλά και ο δύσκολος αγώνας απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό. Τη δεύτερη αυτή πλευρά επιχειρεί να φωτίσει ο Γερμανός συγγραφέας Βέρνερ Βάλντμαν.
Η συγγραφή ήταν μια πράξη υπέρβασης για την Γουλφ, καθώς απειλούσε να κλονίσει τα θεμέλια του ήδη εύθραυστου ψυχισμού της. Την έκδοση κάθε βιβλίου της ακολουθούσαν ψυχωτικές κρίσεις, αγχώδεις διαταραχές, ισχυροί πονοκέφαλοι, ανορεξία και πλήθος ενοχών. Ο φόβος ότι θα καταλήξει σε άσυλο ψυχοπαθών την καταδίωκε μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής της.
Για τους ψυχιάτρους τα έργα της μπορούν να αποτελέσουν πολύτιμο υλικό μελέτης για μια περίπτωση ψυχασθένειας, ενώ για τις φεμινίστριες της δεκαετίας του ’60 η Γουλφ αποτέλεσε το σύμβολο της επαναστατημένης γυναίκας που μάχεται ενάντια στα δεσμά μιας πατριαρχικής κοινωνίας. Ο Βέρνερ Βάλντμαν στη βιογραφία της προσπαθεί να πάρει αποστάσεις από τις εύκολες «ετικέτες», γιατί θεωρεί ότι υποβαθμίζουν την ιδιοφυία της. Ωστόσο αφιερώνει μεγάλο τμήμα του βιβλίου του στην παιδική και εφηβική ηλικία της συγγραφέως, για να διερευνήσει τους παράγοντες που διαμόρφωσαν την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση και τις αντιλήψεις της.
Οι κριτικοί την κατατάσσουν ανάμεσα στις καλύτερες Βρετανίδες συγγραφείς και θεωρείται μια από τις σημαντικότερες μορφές της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.
πηγή: http://authorsandwriterstooktheirownlives.blogspot.com/2009/02/26.html